ξεροστάλιασμα

ξεροστάλιασμα
το, -ατος
1. πολύωρη αναμονή στο ίδιο μέρος.
2. έντονη επιθυμία, πόθος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεροστάλιασμα — το [ξεροσταλιάζω] το να ξεροσταλιάζει κανείς, πολύωρη ορθοστασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”